άλμα

άλμα
Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να πάρει όση φορά θέλει (όπως άλλωστε και στα άλλα είδη ά.). Για την εκτέλεση του ά. εις ύψος εφαρμόστηκαν διάφορα στιλ, που βαθμιαία τελειοποιήθηκαν. Το ά. επί κοντώ είναι κι αυτό ά. εις ύψος, στο οποίο όμως o αθλητής υποβοηθείται από ένα κοντάρι (μήκους περίπου 5 μ.) για να υπερπηδήσει τον πήχη. Το ά. εις μήκος εκτελείται με τρέξιμο πάνω σε τάπητα σκληρής γης που σταματά στη λεγόμενη γραμμή εκτίναξης όπου ο αθλητής τερματίζει τον δρόμο και αρχίζει η απόσπαση από το έδαφος για το ά.· ακολουθεί το σκάμμα, λάκκος γεμάτος άμμο, όπου τερματίζεται το ά. Η μέτρηση των α. γίνεται από τη γραμμή εκτίναξης και κάθετα προς αυτήν έως το πιο κοντινό ίχνος που αφήνει στην άμμο οποιοδήποτε μέρος του σώματος του αθλητή. Το ά εις τριπλούν είναι ά. εις μήκος που εκτελείται τρεις φορές διαδοχικά. Στο πρώτο ά. ο αθλητής πρέπει να πατήσει στο ίδιο πόδι με το οποίο έκαμε την εκτίναξη, στο δεύτερο με το άλλο πόδι και στο τρίτο τελειώνει και με τα δύο πόδια ενωμένα.
* * *
(I)
ἄλμα, το (Α)
άλσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνώνυμο της αρχ. λ. ἄλσος. Ετυμολογικά συνδέεται με ρίζα αλ- «τρέφω», πρβλ. και ἀλδαίνω, ἀλθαίνω].
————————
(II)
το (Α ἅλμα)
το πήδημα, ειδικά ως αγωνιστικό άθλημα
νεοελλ.
1. απότομη μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη
2. το απότομο, δίχως ενδιάμεσο σταθμό, πέρασμα τού λόγου, τής σκέψεως ή τής φαντασίας από ένα σημείο σε άλλο
αρχ.
1. πήδημα, αναπήδημα
2. πέσιμο από ψηλά
3. (για την καρδιά) παλμός, σφυγμός
4. (για τα έμβρυα) σκίρτημα
5. η τροχιά τού κομήτη (παιγνίδι με πεσσούς επάνω σε άβακα χωρισμένο σε 256 τετραγωνίδια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλλομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλματίας
νεοελλ.
αλματικός, αλματώδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἅλμα — spring neut nom/voc/acc sg ἅλμᾱ , ἅλμη sea water fem nom/voc/acc dual ἅλμᾱ , ἅλμη sea water fem nom/voc sg (doric aeolic) ἅ̱λμᾱ , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἅλμᾱ , ἁλμάω become mildewed pres imperat act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλμα — το, ατος 1. πήδημα: Κατέχει το ρεκόρ του άλματος σε μήκος. 2. η γρήγορη προς τα εμπρός μετακίνηση στρατιώτη ή ομάδας στρατιωτών: Κάναμε το άλμα χωρίς απώλειες. 3. (σε διήγηση ή σε συλλογισμό), χάσμα, κενό: Στην αφήγησή σου, παρακαλώ, να μην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἅλμᾳ — ἅλμαι , ἅλμη sea water fem nom/voc pl ἅλμᾱͅ , ἅλμη sea water fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμᾷ — ἁλμάω become mildewed pres subj mp 2nd sg ἁλμάω become mildewed pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἁλμάω become mildewed pres subj act 3rd sg ἁλμάω become mildewed pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άλμα Άτα — Παλαιότερη ονομασία της προηγούμενης πρωτεύουσας του Καζακστάν, Αλμάτι (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • άλμα ρήγματος — Στη γεωλογία, το πλάτος της διαφοράς των δύο επιφανειών του στρώματος, που μετακινήθηκε κατά τη διάρρηξη (βλ. λ. ρήγμα) …   Dictionary of Greek

  • Άλμα Ταντέμα, σερ Λόρενς — (Sir Lawrence Alma Tadema, 1836 – 1912). Άγγλος ζωγράφος, ολλανδικής καταγωγής. Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας και εργάστηκε στο εργαστήριο του Ερρίκου Λέις. Οι τεχνοκρίτες χαρακτήρισαν… …   Dictionary of Greek

  • ἁλμάτων — ἅλμα spring neut gen pl ἁλμά̱των , ἁλμάω become mildewed pres imperat act 3rd pl ἁλμά̱των , ἁλμάω become mildewed pres imperat act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλμ' — ἅλμα , ἅλμα spring neut nom/voc/acc sg ἅλμαι , ἅλμη sea water fem nom/voc pl ἅλμᾱͅ , ἅλμη sea water fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”